λεπτουργικός

λεπτουργικός
-ή, -ό (Α λεπτουργικός, -ή, -όν) [λεπτουργός]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία»)
2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία»)
3. το θηλ. ως ουσ. η λεπτουργική
η τέχνη τού λεπτουργού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτουργικά
είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεπτουργικά — λεπτουγρικά, τὰ (Α) βλ. λεπτουργικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”